παρεισάγω

From LSJ
Revision as of 10:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισάγω Medium diacritics: παρεισάγω Low diacritics: παρεισάγω Capitals: ΠΑΡΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: pareiságō Transliteration B: pareisagō Transliteration C: pareisago Beta Code: pareisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], pf.

   A παρεισῆχα Phld. Piet.32 :—lead in by one's side, bring forward, introduce, of persons brought into a public assembly, τοὺς παῖδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Isoc.8.82 ; τοὺς αἰχμαλώτους Plb.3.63.2 ; propose a candidate for a succession, Plu. Galb. 21.    2 with a notion of secrecy, π. [τοὺς Γαλάτας] εἰς Ἔρυκα introduce, admit them into the city, Plb.2.7.8, cf. 1.18.3.    3 introduce into a poem or narrative, κινδύνους Arist.Fr.142, cf. Phld. l.c., etc.; τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα π. στρατηγόν represent him as... Plb. 3.47.7, cf. 5.2.6, Corn.ND9 :—Pass., ib.20, al.    4 introduce doctrines, customs, etc., τὰς ὑπὲρ τῶν ἐν Ἅιδου διαλήψεις εἰς τὰ πλήθη π. Plb.6.56.12, cf. D.S.1.96 ; ξένα π. δαιμόνια Plu.2.328d; αἱρέσεις 2 Ep.Pet. 2.1 :—Pass., μουσικὴν παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις Ephor. 8J.

German (Pape)

[Seite 512] (ἄγω), daneben hineinführen, heimlich einführen, auch ohne einen solchen Nebenbegriff, z. B. ins Theater, Isocr. 8, 82; oft bei Pol., z. B. 1, 18, 3; μουσικὴν ἐπ' ἀπάτῃ παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις, 4, 20, 5; einrichten, 4, 21, 1; auch redend oder handelnd einführen, 3, 47, 7; D. Sic. 1, 96 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισάγω: εἰσάγω μετ᾿ ἐμοῦ εἰς δημοσίαν συνάθροισιν, παρεισῆγον τοὺς παίδας τῶν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότων Ἰσοκρ. 175C· τοὺς αἰχμαλώτους Πολύβ. 3. 63, 2· εἰσάγω, συνιστῶ, Πλούτ. Γάλβ. 21. 2) μετὰ τῆς ἐννοίας μυστικότητος, π. τοὺς Γαλάτας, εἰσάγω, δέχομαι εἰς τὴν πόλιν, Πολύβ. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 18, 3, κ. ἀλλ. 3) εἰσάγω εἰς ποίημαδιήγημα, τοὺς κινδύνους Ἀριστ. Ἀποσπ. 137· τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα στρατηγὸν π., παριστῶ ὡς ..., Πολύβ. 3. 47, 7, πρβλ. 5. 2, 6, κτλ. 4) εἰσάγω λαθραίως καὶ ἀπατηλῶς, π. ξένα δαιμόνια Πλούτ. 2. 328Δ· ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 1.