περικάμπτω

From LSJ
Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

German (Pape)

[Seite 578] umbiegen, um Etwas herum, τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας, Luc. Philopatr. 19. Auch intrans., περικάμψαντες πάλιν, zurückgekehrt, Plat. Euthyd. 291 b.

Greek (Liddell-Scott)

περικάμπτω: κάμπτω πέριξ, ὁλόγυρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· τὴν χεῖρα τοῖς βλεφάροις περικάμψας ἐσκοπίαζον ὀξυδερκέστατα Ψευδο-Λουκ. Φιλόστρ. 19. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἐλαύνω ὁλόγυρα (ἐξυπ. ἅρμα ἢ ἵππους), Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· μετ’ αἰτ. τόπου, π. τοὺς ὄζους Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· π. τὴν πόλιν, τὸν Ἄθων Πλούτ. 2. 246Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 15· -ἀπολ., κάμψας διευθύνομαι, στρέφομαι, ἐπὶ τοὺς λιμένας Ἀππ. Καρχηδ. 95. 2) περιέρχομαι οὕτως ὥστε νὰ ἀποφύγω ἢ διαφύγω τι, τὴν τῶν κυάμων χώραν Διογ. Λ. 8. 40· ὁμιλίας Διόδ. 5. 59 (κοινῶς παρέκαμπτε) κακοπάθειαν οὐδεμίαν Συλλ. Ἐπιρρ. (Προσθῆκ.) 2374e. 24· ὀσμὰς Γαλην., κτλ.