παριππεύω

From LSJ
Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παριππεύω Medium diacritics: παριππεύω Low diacritics: παριππεύω Capitals: ΠΑΡΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: parippeúō Transliteration B: parippeuō Transliteration C: parippeyo Beta Code: parippeu/w

English (LSJ)

   A ride along or over, πόντον E. Hel.1665 ; ride alongside, Th.7.78, Plb.5.83.7, Luc.Par. 61 ; ride past, Arr.Tact.37.1, 40.5.    2 ride up to, ἐπὶ τὰ μέσα Plb. 3.116.3.    3 pass by, δεινὸν παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους Eub.77.    4 surpass, Philostr.VS1.24.9.

German (Pape)

[Seite 523] neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

παριππεύω: ἱππεύω ὑπεράνω, διέρχομαι ἔφιππος, πόντον παριππεύοντα Εὐρ. Ἑλ. 1665· ἱππεύω παραπλεύρως, Θουκ. 7. 78, πρβλ. Πολύβ. 5. 83, 7, κτλ. 2) ἱππεύω μέχρι τινός, παριππεύων ἐπὶ τὰ μέσα τῆς ὅλης παρατάξεως ὁ αὐτ. 3. 116, 3. 3) μεταφορ., διέρχομαι τὸν χρόνον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 5·-καὶ ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι, Βυζ. 4) παρέρχομαι, παραλείπω, παραμελῶ, Κύριλλ. II. παρέρχομαι, καὶ καθόλου ὑπερτερῶ, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 2, Φιλόστρ. 540. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παριππεύει· ἀφεὶς αὐτοὺς ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακολουθεῖ».