πλόκιος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
α, ον,
A twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epith. of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).
German (Pape)
[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v. l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.