πρυμνήτης

From LSJ
Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνήτης Medium diacritics: πρυμνήτης Low diacritics: πρυμνήτης Capitals: ΠΡΥΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: prymnḗtēs Transliteration B: prymnētēs Transliteration C: prymnitis Beta Code: prumnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A steersman: metaph., χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A.Eu.16; ἄνδρα . . π. χθονός ib. 765.    II as masc. Adj.,= foreg., π. κάλως E.Med.770.    2 of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, A.R.4.1628.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.