προσοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικοδομέω Medium diacritics: προσοικοδομέω Low diacritics: προσοικοδομέω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: prosoikodoméō Transliteration B: prosoikodomeō Transliteration C: prosoikodomeo Beta Code: prosoikodome/w

English (LSJ)

   A build besides, π. [τεῖχος] build another wall, v.l. for ἐσοικ- in Th.2.76; οἰκίαν PCair.Zen.642.3 (iii B.C.); τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας . . μεῖζον μῆκος having built an additional length to the altar in the agora, i.e. having added to its length, Th.6.54:— Pass., D.H.1.79; φρούρια π. τῷ τείχει J.BJ 5.12.2.    2 metaph., ἄλλο τε εἶδος . . προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν they also framed, Pl.Ti.69c; τὸ κακῶς -οικοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Arist.Pr.866b17, cf. Thphr.Sud.30; πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ π. Plu.2.168a.

German (Pape)

[Seite 774] dazu, dabei anbauen; Plat. Tim. 69 c; Thuc. 2, 76. 6, 54; auch übertr., πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ, Plut. de superst. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικοδομέω: οἰκοδομῶ, κτίζω προσέτι, πρ. [[[τεῖχος]]], κτίζω ἕτερον τεῖχος, Θουκ. 2. 76· τῷ μὲν ἐν τῇ ἀγορᾷ [βωμῷ] προσοικοδομήσας… μεῖζον μῆκος, οἰκοδομήσας πρόσθετον μῆκος εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγορᾶς, δηλ. αὐξήσας τὸ μῆκος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 6. 54, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 79· μεταφορ., ἄλλο τε εἶδος... προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν, ἐσχημάτιζον, ἔπλαττον ὡσαύτως, Πλάτ. Τίμ. 69C, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 2· πρ. πάθη μεγάλα τῇ λύπῃ Πλούτ. 2. 168Α.