σκελετεύω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
A = σκέλλω, Poll.2.194, Zonar.:—Pass., wither or waste away, Ar.Fr.851, Gal.6.126. II dry or salt flesh, Dsc.2.2 (Pass.); σ. δι' ἁλός ib.25 (Pass.); dry fruit, Gal.6.558; also, embalm a corpse, Telesp.31 H.
German (Pape)
[Seite 891] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.
Greek (Liddell-Scott)
σκελετεύω: σκέλλω, Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., ξηραίνω ἢ φθείρω καὶ καταστρέφω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. ξηραίνω ἢ ἁλατίζω κρέας, Διοσκ. 2. 2· πλῆρες : σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· ὡσαύτως ταριχεύω νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.