στηλιτεύω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A inscribe on a στήλη, τὴν κατάραν Plu.2.354b; record, τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς Ph.2.2 (Pass.), cf. 2.24, al.:—Pass., τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐστηλιτεύθη Philoch.111. 2 = στηλοκοπέω, ἐστηλίτευσαν, ἐστηλιτευμένος cited among forms of punishment by Poll.8.73; οἱ ἀπογνωσθέντες ὑπ' αὐτῶν καὶ -ευθέντες held up to public scorn, Iamb.VP35.252.
German (Pape)
[Seite 941] auf eine Säule schreiben u. so öffentlich bekannt machen; τὴν κατάραν, Plut. Is. et Os. 8; bes. dadurch brandmarken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στηλῑτεύω: ἀναγράφω ἐπὶ στήλης, τὴν κατάραν Πλούτ. 2. 354Β· σημειῶ, μνημονεύω, τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς Φίλων 2. 2, πρβλ. 1. 206. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, δημοσίᾳ ἀναγράφω καὶ ἐκθέτω, καὶ μεταφορ., ὀνειδίζω, ἐπιπλήττω βαρέως τινά, στιγματίζω, Ἐκκλ. ἐστηλιτευμένος, ἐστιγματισμένος ὡς ἄτιμος, Πολυδ. Η΄, 73, Ἡσύχ.