σχολάζω
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
English (LSJ)
Boeot. σχολ-άδδω IG7.2849.6 (Haliartus):—
A to have leisure or spare time, to be at leisure, have nothing to do, σὺ δ' ἢν σχολάσῃς Ar. Lys.412, cf. Th.4.4, etc.; διὰ τὸ μὴ σχολάζειν ὑπὸ πολέμων because they have no leisure left by the wars, Pl.Lg.694e; ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Arist.EN1177b5; σ. καλῶς spend one's leisure well, Id.Pol.1337b31; σ. ἐλευθερίως καὶ σωφρόνως ib.1326b31: c. inf., have leisure or time to do a thing, X.Cyr.2.1.9, 8.1.18, Pl.Lg.763d, etc. 2 loiter, linger, A.Supp.207, 883, E.Hec.730, D.3.35. II σ. ἀπό τινος have rest or respite from a thing, cease from doing, X.Cyr. 7.5.52; ἀπὸ τοῦ Κρώμνου were set free from the operations at K., Id.HG7.4.28; also σ. ἔργων Plu.Nic.28. III c. dat., have leisure, time, or opportunity for a thing, devote one's time to a thing, πάντα τὸν βίον ἐσχόλακεν [ἐν] τούτῳ D.22.4; σ. φιλοσοφίᾳ, μουσικῇ, etc., Luc.Macr.4, VH2.15; μόνῃ σ. ὑγιείᾳ Gal.6.168; τῇ γῇ, i.e. agriculture, Sammelb. 4284.15 (iii A.D.); so πρὸς ταῦτα X.Mem.3.6.6; πρὸς τοῖς ἰδίοις Arist. Pol.1308b36; ἐπί τινος Id.PA682a34; περὶ λόγους Plu.Brut.22; πρὸς ἐννοίᾳ . . πρὸς αὑτόν Id.Num.14. 2 c. dat. pers., devote oneself to . ., τοῖς φίλοις X.Cyr.7.5.39; ἑαυτοῖς Gal.6.810; ὁ στρατηγὸς . . τοῖς διαφέρουσιν ἐσχόλασεν Wilcken Chr.41 i8 (iii A.D.); esp. of students, study, attend lectures, ἐπὶ Παλλαδίῳ Phld.Acad.Ind.p.88 M.; σ. τινί devote oneself to a master, attend his lectures, σ. Καρνεάδῃ, Ἰσοκράτει, ib.p.89 M., Plu.2.844b; τοῖς φιλοσόφοις IG22.1028.34 (ii/i B.C.); μετ' Ἐπικούρου Phylarch.24J.; παρά τισι Alciphr.1.34. 3 abs., devote oneself to learning: hence, give lectures (cf. σχολή 11), Apollon.Perg. Con. 1 Praef.; σ. Ἀθήνησιν Phld.Rh.1.95 S.; ἐν Λυκείῳ D.H.Amm.1.5, cf. Plu.Dem.5:c.acc.neut., ἅπερ ἐσχολάσαμεν Demetr.Lac.Herc.1013.18; τὰ περὶ τοῦ τέλους σχολασθέντα lectures upon... S.E.M.11.167; of a gladiator, to be master of a school (ludus), εἰς Ἔφεσον Rev.Arch.30 (1929).24 (Gortyn). IV of a place, to be vacant, unoccupied, Plu.CG 12, Jul.Caes.316c: c. dat., to be reserved for, τὸ ἀπ' οὐρανοῦ κορυφῆς μέχρι σελήνης θεοῖς καὶ ἄστροις . . σχολάζει Herm. ap. Stob.1.49.68.
German (Pape)
[Seite 1057] 1) Muße, Zeit haben, gewinnen, sich Muße, Zeit nehmen, müßig sein, zaudern; Aesch. Suppl. 204. 860; Eur. Hec. 730; absol., Thuc. 4, 4; Plat. Phaed. 58, d, διὰ τὸ μὴ σχολάζειν; Sp.; übertr., καθέδρα σχολάζουσα, ein leerstehender Sitz, wie τόπος, Plut. C. Graech. 12; von Ankern, = ἀργεῖν, Timol. 22; c. inf., Xen. σχολάζω μένειν, ich kann bleiden, Cyr. 2, 1, 9, vgl. 8, 1, 18; auch im tadelnden Sinne, καὶ ῥᾳθυμεῖν, Pol. 11, 25, 7. – 2) σχολάζειν τινός u. ἀπό τινος, wovon Muße, Zeit haben, nicht mehr womit beschäftigt sein; Xen. Cyr. 7, 1, 52 Hell. 7, 4, 28; σχολάζοντες ἔργων, Plut. Nic. 18. – 3) σχολάζειν τινί, wozu Muße, Zeit haben, seine Muße einer Sache, einer Person widmen, vacare rei; bes. sich einer Kunst, einer Wissenschaft widmen; auch sich einem Lehrer widmen, d. i. Jemandes Schüler, Zuhörer sein, alle Muße auf seinen Unterricht verwenden; Xen. Cyr. 7, 5, 39 Mem. 3, 9, 9. Auch abs., Schule halten, Unterricht ertheilen, Plut. Dem. 5 u. a. Sp.; πρός τι σχολάζειν, seine Muße worauf richten, es bedenken, überlegen, Xen. Mem. 3, 6, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σχολάζω: μέλλ. -άσω, σχολὴν ἄγω, δὲν ἔχω ἀσχολίαν τινά, ἀναπαύομαι, οὐδεμίαν ἔχω ἐργασίαν, εὐκαιρῶ, ἔχω ὥραν σχολῆς, σὺ δ’ ἢν σχολάσῃς Ἀριστοφ. Λυσ. 212, πρβλ. Θουκ. 4. 4, Πλάτ., κλπ.· διὰ τὸ μὴ σχολάζειν ὑπὸ τῶν πολέμων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 694Ε, ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 7, 6· σχ. καλῶς, δαπανῶ καλῶς τὸν χρόνον, τὰς ὥρας τῆς σχολῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 3, 2· σχ. ἐλευθερίως καὶ σωφρόνως αὐτόθι 7. 5, 1· - μετ’ ἀπαρ., εὐκαιρῶ, μοὶ περισσεύει ὥρα να πράξω τι, Ξενοφ. Κύρ. 2. 1, 9., 8. 1, 18, Πλάτ. Νόμ. 763D, κλπ. 2) χρονοτριβῶ, βραδυπορῶ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207, 883, Εὐρ. Ἑκ. 730, Δημ. 38. 20. ΙΙ. σχ. ἀπό τινος, Λατ. vacare a re, ἀναπαύομαι ἀπό τινος, παύομαι ποιών τι, Ξενοφ. Κύρ. 7. 5, 52, πρβλ. Ἑλλ. 7. 4, 28· οὕτω, σχ. τινὸς Πλουτ. Νικ. 28. ΙΙ. σχολάζειν τινί, Λατ. vacarrei, ἔχω εὐκαιρίαν διὰ τὶ πρᾶγμα, ἀφιερῶ τὸν καιρόν μου εἴς τι πρᾶγμα, καταγίνομαι, ἐσχόλακεν ἑνὶ τούτῳ πάντα τὸν βίον Δημ. 594. 16· σχ. φιλοσοφίᾳ, μουσικῇ Λουκ. π. Μακροβ. 4, π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 15, κτλ.· οὕτω, σχ. πρός τι Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 6. πρός τινι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 16· ἐπί τινος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 61· περὶ τι Πλουτ. Βροῦτ. 22. 2) ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., ἀφοσιοῦμαι εἴς τινα, τοῖς φίλοις Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· μάλιστα ἐπὶ μαθητῶν, σχ. τινι, ἀφιεροῦμαι εἴς τινα διδάσκαλον, γίνομαι ὀπαδός του, συχνάζω εἰς τὴν διδασκαλίαν του, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 44, Πλούτ. 2. 844Α. Β. σχ. μετά τινος Φύλαρχ. 53· παρά τινι Ἀλκίφρων 1. 34. πρός τινα Πλουτ. Νουμ. 14. 3) ἀπολ., ἀφοσιοῦμαι εἰς τὴν μάθησιν· ἀκολούθως, διδάσκω, παραδίδω μαθήματα (πρβλ. σχολή), σχ. ἐν Λυκείῳ Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμ. 1. 5, πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 5· τὰ περὶ τοῦ τέλους σχολασθέντα, μαθήματα περί..., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 167. IV. εἶμαι ἐνησχολημένος, ἐπί τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 61. V. ἐπὶ θέσεως, εἶμαι κενή, δεν κατέχομαι ὑπό τινος, καταλαβὼν σχολάζουσαν καθέδραν Ἰουλιαν. Συμπ. ἢ Κρόνια 316C.