σύργαστρος

From LSJ
Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύργαστρος Medium diacritics: σύργαστρος Low diacritics: σύργαστρος Capitals: ΣΥΡΓΑΣΤΡΟΣ
Transliteration A: sýrgastros Transliteration B: syrgastros Transliteration C: syrgastros Beta Code: su/rgastros

English (LSJ)

ὁ, (σύρω, γαστήρ)

   A trailing the belly, as a snake, AP15.26.14 (Dosiad. Ara).    II metaph., day-labourer, Alciphr.3.19,63; also συργάστωρ, ορος, ὁ, v.l. ibid. (in 63).--Both words are expld. by συοφορβός or ὑ (ο) φορβός in Hsch., Phot., EM736.25 (Συργάστωρ is also an ὄνομα βαρβαρικόν acc. to Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1039] ὁ, u. συργάστωρ, ορος, ὁ, eigtl. συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV, 26). – Uebertr., ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3, 19. 63.

Greek (Liddell-Scott)

σύργαστρος: ὁ, κυρίως συρόγαστρος, ὁ σύρων κατὰ γῆς τὴν γαστέραν, ἕρπων ἐπὶ τῆς κοιλίας ὡς σκώληξὄφις, Ἀνθ. Π. 15. 26. ΙΙ. μεταφορ. κοινός, βάναυσος ἄνθρωπος, ἐργάτης, χειρῶναξ, χυδαῖος, Ἀλκίφρων 3, 19, 63· οὕτω καὶ συργάστωρ, ορος, ὁ, ὁ αὐτ. 3. 63. ― Ἀμφότεραι αἱ λέξεις ἑρμηνεύονται διὰ τοῦ συοφορβὸς ἢ ὑοφορβὸς παρ’ Ἡσύχ., Φωτ., Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λέξ. ἑρπετόν· ― πιθαν. ἕνεκα τῆς ταπεινότητος τῆς ἀσχολίας.