ψύττα
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
A = ψίττα, σίττα, E.Cyc.49(lyr.). II = ταχέως, esp. in the phrase ψ. κατατείνας, τείνασαι, Luc.Lex.3, Ep.Sat.35, cf. AP 11.351 (Pall.), prob. in Alciphr.3.24; cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1402] = ψίττα, Eur. Cycl. 49, s. ψίττα.
Greek (Liddell-Scott)
ψύττᾰ: ψίττα, σίττα, Εὐρ. Κύκλ. 49, Λουκ. Λεξιφ. 3, Ἀνθ. Π. 11. 351.