συναμαρτάνω
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
A sin along with or together, Plu.2.53c, App.Ill.8, Chor.23.60F.-R.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ἁμαρτάνω), mit oder zugleich fehlen, irren, Plut. discr. ad. et amic. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β.