σφοδρότης

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρότης Medium diacritics: σφοδρότης Low diacritics: σφοδρότης Capitals: ΣΦΟΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: sphodrótēs Transliteration B: sphodrotēs Transliteration C: sfodrotis Beta Code: sfodro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A vehemence, violence, Id.HG7.2.23, Pl.Plt.306e; ἡ σ. δὲ θηρός is the quality of a beast, Alex.245.12; ἡ τοῦ πυρετοῦ σ. Gal.16.534: in pl., Pl.Lg.733b; πάγων σφοδρότητες Thphr.CP5.12.2.

German (Pape)

[Seite 1051] ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρότης: -ητος, ἡ, ὁρμή, βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ τόλμα μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ δειλία γυναικός, ... ἡ σφοδρότης δὲ θηρός, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, ἐπίτασις, πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.