ταρακτικός

From LSJ
Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτικός Medium diacritics: ταρακτικός Low diacritics: ταρακτικός Capitals: ΤΑΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: taraktikós Transliteration B: taraktikos Transliteration C: taraktikos Beta Code: taraktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); τ. καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος τ. ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; τ. τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.

German (Pape)

[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.