χῖδρον
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
τό, mostly in pl. χῖδρα, τά,
A unripe wheaten-groats, rubbed from the ear in the hands, Ar.Eq.806 (anap.), Pax595 (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), PCair.Zen.129.13 (iii B. C.), Alex.Trall.1.13, 2.1, al.; νέα πεφρυγμένα χ. LXX Le.2.14, cf. 23.14: sg., Alcm.75; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is v.l. in Ph.1.180.
Greek (Liddell-Scott)
χῖδρον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς σῖτος τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς εἶναι τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη κριθή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ τύπος χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, ἔνθα: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ σῖτος νέος φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι εἶναι μακρόν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα (ἔνθα νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· ὥστε αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, εἶναι ἡμαρτημέναι].