ἀρχέκακος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.
German (Pape)
[Seite 365] unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέκᾰκος: -ον, ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ, ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας ἀρχεκάκους, «ἀρχὴν τῶν κακῶν παρασχούσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 63, Πλούτ. 2. 861Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
principe de mal, source de mal.
Étymologie: ἄρχω, κακός.