ποτής
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω)
A drink, opp. ἐδητύς, σῖτος, βρώμη, Il.11.780, 19.306, Od.10.379, etc.; Dor. gen. ποτᾶτος Philox.2.38.
πότης, ου, ὁ,
A drinker, tippler, toper, usu. in fem. πότις (masc. only metaph., v. infr.), πότις γυνή Phryn.Com.71; Ααῒς ἀργὸς καὶ πότις Epicr.3: metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i.e. that consumes much oil, Ar.Nu.57; στίλβη πότις Pl.Com.190: Com.Sup., ποτίσταται γυναῖκες Ar.Th.735, cf. Ael.VH12.26.
German (Pape)
[Seite 689] ῆτος, ἡ, das Trinken, der Trank; ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; neben σῖτος, 14, 306 u. öfter; neben βρώμη, Od. 9, 379, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ποτής: ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω) τὸ πίνειν, πόσις, Ὅμ., ἀείποτε ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λ. ἐδητύς, βρωτύς, βρῶσις, βρώμη, σῖτος, Ἰλ. Λ. 780, Τ. 306, Ὀδ. Κ. 379, κτλ.· Δωρ. γεν. ποτᾶτος, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ἡ) :
action de boire, boisson.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω.