θρῆνυς

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆνυς Medium diacritics: θρῆνυς Low diacritics: θρήνυς Capitals: ΘΡΗΝΥΣ
Transliteration A: thrē̂nys Transliteration B: thrēnys Transliteration C: thrinys Beta Code: qrh=nus

English (LSJ)

υος, ὁ, (θράομαι)

   A footstool, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Il.14.240, cf. Od.19.57.    II θ. ἑπταπόδης the seven-foot bench, perh. helmsman's bench or bridge, Il.15.729.

German (Pape)

[Seite 1218] υος, ὁ (θρα), Fußschemel, Fußbank; öfters bei Hom. ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν, an dem Stuhle selbst, ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε προσφυέ' ἐξ αὐτῆς Od. 19, 57. Aber Il. 15, 729 Ruderbank, ἑπταπόδης, s. θρᾶνος.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆνυς: -υος, ὁ, (θράω) θρανίον ὑπὸ τοὺς πόδας τοποθετούμενον, ὑποπόδιον, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Ἰλ. Ξ. 240, πρβλ. Ὀδ. Τ. 57· ἴδε ὑποπόδιον. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Ο. 729, τὸ θρῆνυν... ἑπταπόδην σημαίνει τὸ ἑδώλιον τοῦ κυβερνήτου τοῦ πλοίου ἢ ἕδραν ἐρετῶν.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ) :
1 escabeau pour les pieds;
2 banc de rameurs.
Étymologie: cf. θρᾶνος et θρόνος ; myc. ta-ra-nu.