ἔκτοσε
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
Adv.
A outwards: c. gen., out of, ἔκτοσε χειρός Od.14.277.
German (Pape)
[Seite 782] heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτοσε: ἐπίρρ. ἔξω, ἐκτός, μετὰ γεν., δόρυ δ’ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρὸς Ὀδ. Ξ. 277.
French (Bailly abrégé)
adv.
hors de, gén. avec idée de mouvement.
Étymologie: ἐκτός, -σε.