ἑλκέω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκέω Medium diacritics: ἑλκέω Low diacritics: ελκέω Capitals: ΕΛΚΕΩ
Transliteration A: helkéō Transliteration B: helkeō Transliteration C: elkeo Beta Code: e(lke/w

English (LSJ)

= ἕλκω,

   A drag about, tear asunder, in impf. νέκυν . . εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395

German (Pape)

[Seite 798] verstärktes ἕλκω, zerren, schleppen; νέκυν ἕλκεον ἀμφότεροι Il. 17, 395; τινὰ πέπλοιο, am Gewande, Arat. 637; ἑλκηθεῖσαι θύγατρες, als Gefangene fortgeschleppt, Il. 22, 62. In σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς, Il. 22, 336, vgl. 17, 558, ist es zerreißen, zerzausen; – übh. mißhandeln, entehren; ἥλκησε Od. 11, 580.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκέω: μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἕλκω, σύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σπαράττω, ἐν τῷ παρατ., νέκυν... ἕλκεον ἀμφότεροι Ἰλ. Ρ. 395· ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., κύνες ἑλκήσωσιν αὐτόθι 558 (ἄλλως: ἑλκύσωσιν)· οἱ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ ἑλκήσουσ’ Χ. 336· Λητὼ γὰρ ἥλκησε, «ἐβιάσατο» Εὐστ., ἐπεχείρησε νὰ βιάσῃ τὴν Λητώ, Ὀδ. Λ. 580· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἑλκηθείσας τε θύγατρας Ἰλ. Χ. 62· πρβλ. ἕλκητον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἑλκήσω, ao. ἥλκησα, pf. inus;
Pass. seul. part. ao.
ἑλκηθείς;
1 tirer, traîner;
2 tirailler, déchirer ; maltraiter, faire violence à, acc..
Étymologie: ἕλκω.