ἐκτάδιος
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον Opp.C.3.276 :—
A outstretched, χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην double, with ample folds, Il. 10.134 ; ἐ. ὅπλα Orph.A.359 ; οὔρεα D.P.643.
German (Pape)
[Seite 779] α, ον, auch 2. Endg., Opp. Cyn. 3, 276; ausgestreckt, ausgedehnt, χλαῖνα, ein weiter Mantel, Il. 10, 134; ἁπλοΐς Agath. 8 (V, 294); a. sp. D.; στόμα Opp. C. 1, 404; οὔρεα D. Per. 643.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτάδιος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, μέγας, μακρός, στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· (ἐκτείνω), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, ὥστε διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· οὔρεα Διον. Π. 643.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
étendu ; ample (vêtement).
Étymologie: ἐκτείνω.