περίκηλος
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
ον, κηλόν)
A very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.
German (Pape)
[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.
Greek (Liddell-Scott)
περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.