πῶμα
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
(A), ατος, τό,
A lid, cover, φαρέτρης Il.4.116, cf. Od.9.314, B.5.76; χηλοῦ Il.16.221, cf. Od.8.443; πίθου, πίθοιο, Hes.Op.94,98; κάδων Archil.4; κεραμίων PCair.Zen.481.26 (iii B.C., pl.); [κιβωτοῦ] Plu. Rom.28; σιδηροῦν Plb.22.11.16; ἔχει ἡ ἀρτηρία (the windpipe) οἷον π. τὴν ἐπιγλωττίδα Arist.Resp.476a34, cf. HA530a21, al.; ἐπέθηκα τῇ θύρᾳ τὸ π. the stone that closed the entrance, Luc.DMar.2.2; π. λάϊνον, of a tomb, IG12(8).93 (Imbros); operculum of univalves, πορφύρας πώματα Dsc.2.7, cf. 8, Eup.2.63; of the Egyptian bean, Id.2.106.
πῶμα (B), ατος, τό, (πίνω, πέπωκα)
A drink, draught, A.Eu.266 (lyr.), S.Ph.715 (lyr.), E.Hec.392 (prob.), Ba.279 (prob.), Pl.R.406a, etc.; τὰ ἀναγκαῖα π. drinking water, Id.Lg.844b: pl., εὐτρεφέστατον πωμάτων, of Dirce, A. Th.308(lyr.):—the short form πόμα occurs in Pi.N. 3.79 (metaph.), and in later Poets, Call.Fr.8.20 P., Nic.Al.105, 299, Man.3.71 (poet. dat. pl. πομάτεσσι Hsch.); also in Ionic and later Prose, Hp.VM5 (opp. ῥύφημα), Hdt.3.23, Phld.Mus.p.51 K., cf. Poll.6.15; but only as v.l. in correct Attic writers, as Pl.Phd.117b, Phlb.34e:—for πομάτιον in EM578.8 Dind. restores πόμα τι from Hsch. s.v. μελίτιον. II drinking-cup, Hsch.
German (Pape)
[Seite 827] τό (πίνω, πέπωκα), der Trank; π οταμοὺς δ' οἲ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, Aesch. Suppl. 1027, u. öfter; Soph. Phil. 706; Eur. Bacch. 707 u. öfter, Plut. Critia. 115 b u. oft, wie Folgde. τό, der Deckel; φαρέτρης, Il. 4, 116; χηλοῦ, 16, 221, u. oft; πώμασιν ἄρσον ἅπαντας (sc. ἀμφιφορεῖς), Od. 2, 353; πίθου, Hes. O. 94. 98; Archil. frg. 49; u. in Prosa: σιδηροῦν, Pol. 22, 11, 16; κιβωτοῦ, Plut. Rom. 28, Luc. Icarom. 25.
Greek (Liddell-Scott)
πῶμα: τό, κάλυμμα, σκέπασμα, φαρέτρης Ἰλ. Δ. 116, Ὀδ. Ι. 314· χηλοῦ Ἰλ. Π. 221, Ὀδ. Θ. 443· πίθου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 94. 98· κάδου Ἀρχίλ. 4· σιδηροῦν Πολύβ. 22. 11, 16· ἔχει ἡ ἀρτηρία (ὁ λάρυγξ) οἷον π. τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 34 κ. ἀλλ.· π. τῆς θύρας τοῦ ἄντρου, ὁ λίθος ὅστις ἔφραττε τὴν εἴσοδον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 2. (Ἄγνωστος ἡ ἐτυμολογία).
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
I. couvercle :
1 couvercle de vase ou de tonneau;
2 couvercle de carquois;
3 couvercle de coffre, de trappe;
II. pierre qui bouche l’entrée d’un antre.
Étymologie: R. Πω, couvrir.
2ατος (τό) :
1 ce qu’on boit, boisson, potion;
2 eau potable.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω pf. πέπωκα, lat. potus, poculum, etc.