θέρμω

From LSJ
Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρμω Medium diacritics: θέρμω Low diacritics: θέρμω Capitals: ΘΕΡΜΩ
Transliteration A: thérmō Transliteration B: thermō Transliteration C: thermo Beta Code: qe/rmw

English (LSJ)

(θέρω)

   A heat, make hot, only in pres. or impf. forms, θέρμετε δ' ὕδωρ Od.8.426, Ar.Ra.1339:—Pass., grow hot, θέρμετο δ' ὕδωρ Od. 8.437, Il.18.348; πνοιῇ . . μετάφρενον εὐρέε τ' ὤμω θέρμετ' 23.381; θέρμετο δὲ χθών Call.Fr.anon.24; μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ' (Ep. for θέρμηται) ἀϋτμή Opp.H.3.522.

German (Pape)

[Seite 1202] erwärmen, heiß machen; θέρμετε ὕδωρ Od. 8, 426; Ar. Ran. 1339. – Pass. warm werden, θέρμετο δ' ὕδωρ Il. 18, 348 Od. 8, 437.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμω: (θέρω), θερμαίνω, ζεσταίνω, θέρμετε δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 426, Ἀριστοφ. Βατρ. 1339. - Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, θέρμετο δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 437, Ἰλ. Σ. 348˙ πνοιῇ... μετάφρενον εὐρέε τ’ ὤμω θέρμετ’ Ψ. 381˙ θέρμετο δὲ χθὼν Ἐπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἔνδιος˙ μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ’ (Ἐπ. ἀντὶ θέρμηται) ἀϋτμὴ Ὀππ. Ἁλ. 3. 522. - Ἅπαντες οἱ τύποι (καὶ οὐδεὶς ἕτερος ἀπαντᾷ) ἠδύναντο νὰ ὑπαχθῶσιν εἰς ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ παθ. τοῦ θερμαίνω˙ ἐν τῇ Ἰλιάδι ὅμως (ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι φανερὰ ἡ σημασία τοῦ παρατ.

French (Bailly abrégé)

1 chauffer, échauffer;
2 Pass. s’échauffer, être chaud.
Étymologie: θερμός.