μηλόβοτος

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόβοτος Medium diacritics: μηλόβοτος Low diacritics: μηλόβοτος Capitals: ΜΗΛΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: mēlóbotos Transliteration B: mēlobotos Transliteration C: milovotos Beta Code: mhlo/botos

English (LSJ)

ον,

   A grazed by sheep, epith. of pastoral districts, Pi.P.12.2, B.5.66, A.Supp. 548 (lyr.); χώραν μ. ἀνιέναι turn a district into a sheep-walk, i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (sc. τὴν Καρχηδόνα) App.BC1.24, cf.AP9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.VA5.27, cf.VS1.21.4.

German (Pape)

[Seite 172] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη, Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόβοτος: -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον ὥστε νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.