Νεμέα

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νεμέα Medium diacritics: Νεμέα Low diacritics: Νεμέα Capitals: ΝΕΜΕΑ
Transliteration A: Neméa Transliteration B: Nemea Transliteration C: Nemea Beta Code: *neme/a

English (LSJ)

Ion. Νεμ-έη, Ep. Νεμ-είη (Hes.Th.329, Epic.Alex.Adesp.8.1), ἡ, (νέμος)

   A wooded district between Argos and Corinth, Pi.O.9.87: freq. in locative Νεμέᾳ, ib.7.82, etc.; Dor. contr. Νεμῇ SIG36 B19 (Olympia, v B.C.), etc.:—Adj. Νέμειος, α, ον, Nemean, τὸν Ν. θῆρα E.HF 153; ὁ Ζεὺς ὁ Ν. Th.3.96; Νέμεος, Theoc.25.169; τοῦ Ν. λέοντος Luc.Philops.8; Νεμειαῖος, Hes.Th.327; Νεμεαῖος, Pi.N.2.4, etc.; Νεμεᾰκός, Sch.Pi.N.1.7; Νεμεήτης Ζεύς, St. Byz.; Νεμειήτης, Max. 102, 346:—poet. fem. Adj. Νεμεάς, άδος, Pi.N.3.2:—Adv. Νεμέᾱθεν, poet. νεκῠό-ηθε, from Nemea, Call.Fr.103.    II Νέμεα (sc. ἱερά), τά, the Nemean games, Pi.O.13.34, SIG82.4 (Delph., iv B.C.), IG22.365, etc.; Νέμεια, ib.12.606, 3.129, etc.    III Νέμειον (sc. ἱερόν), τό, temple of Nemean Zeus, in Locris, Plu.2.162c.

Greek (Liddell-Scott)

Νεμέα: Ἰων. -έη, Ἐπικ. -είη (Ἡσ. Θ. 330), ἡ, (νέμος, nemus) χώρα δασώδης μεταξὺ Ἄργους και Κορίνθου, Πίνδ., κλ.· Νεμείης ἄνθος, δηλ. τὸ σέλινον, Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 45· ― ἐπίθ. Νέμειος, α, ον, ὁ τῆς Νεμέας, τὸν Ν. θῆρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 153· ὁ Ζεὺς ὁ Ν. Θουκ. 3. 96· Νέμεος, Θεόκρ. 25. 169· τοῦ Ν. λέοντος Λουκ. Φιλοψ. 8· Νεμειαῖος, Ἡσ. Θεογ. 327· Νεμεαῖος, Πίνδ. κλ.· Νεμεᾰκός, Σχολ. Πινδ.· ― Νεμεήτης Ζεὺς Στέφ. Βυζ.· Νεμειήτης Μαξίμ. π. καταρχ. 102, 346· ― ποιητ. θηλ. ἐπίθ. Νεμεάς, -άδος, Πινδ. Ν. 3. 4· ― Ἐπίρρ. Νεμέᾱσι, ἐν Νεμέᾳ Κλήμ. Ἀλ. 29· Νεμέᾱθεν, ποιητ. -ηθε, ἐκ Νεμέας, Καλλ. Ἀποσπ. 103. ΙΙ. Νέμεα, ποιητ. Νέμεια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, οἱ ἐν Νεμέᾳ ἀγῶνες τελούμενοι κατὰ πᾶν δεύτερον καὶ τέταρτον ἔτος ἑκάστης Ὀλυμπιάδος, Dissen εἰς Πινδ. Ν. 7. 1, πρβλ. 5. 9, Θουκ. 3. 96, κτλ.· ― οἱ νικηταὶ ἐκαλοῦντο Νεμεονῖκαι, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 118· ἢ Νεμεᾶται, Παυσ. 6. 13, 8. ΙΙΙ. Νέμειον, (ἐξυπακ. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τοῦ Νεμείου Διὸς ἐν Λοκρίδι, Πλούτ. 2. 162C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Némée, ville et plaine d’Argolide, où l’on célébrait les jeux Néméens.
Étymologie: νέμος.