παρπόδιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

German (Pape)

[Seite 528] poet. statt παραπόδιος, vor den Füßen, gegenwärtig, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

παρπόδιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παραπόδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est devant les pieds, présent.
Étymologie: παρά, πούς.

English (Slater)

παρπόδιος
   1at one's feet met., cf. ποῦς c. παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38)