ὑψίθρονος
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ον,
A high-throned, of gods, Pi.N.4.65, I.6 (5).16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίθρονος: -ον, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ἐπὶ τῶν θεῶν, Πινδ. Ν. 4. 105, Ι. 6 (5). 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au siège ou au trône élevé.
Étymologie: ὕψι, θρόνος.
English (Slater)
ὑψίθρονος, -ον
1throned on high ὑψιθρόνων μίαν Νηρείδων (N. 4.65) ὑψίθρονον Κλωθὼ (I. 6.16)