μελικτάς
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
German (Pape)
[Seite 123] ὁ, Sänger, Spieler, dor. für μελιστής; Mosch. 3, 7; Theocr. 4, 30.
French (Bailly abrégé)
ᾶ (ὁ) :
chanteur.
Étymologie: μελίζω².
English (Slater)
μελικτάς
1 singer (of dolphins?) μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke: μέλιγγας ὄλοιτο παῖς Hesych., Pindaro tribuit Latte) ?fr. 340.