Τερψιχόρα

From LSJ
Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Terpsichore, muse de la danse et du chant.
Étymologie: τέρπω, χορός.

English (Slater)

Τερψῐχόρα the muse of dancing.
   1 οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.7)

English (Slater)

Τερψῐχόρα the muse of dancing.
   1 οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.7)