σκοπιά

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιά Medium diacritics: σκοπιά Low diacritics: σκοπιά Capitals: ΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: skopiá Transliteration B: skopia Transliteration C: skopia Beta Code: skopia/

English (LSJ)

Ion. σκοπ-ιή, ἡ,

   A lookout-place, in Hom. esp. a hill-top, σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Od.10.97; ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Il.4.275, Od.4.524; ἥμενος ἐν σκοπιῇ Il.5.771; ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι each to his lookout-place, Od.14.261; ἄγγελος . . ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σ. Thgn.550; watch-tower, Hdt.2.15; ὥσπερ ἀπὸ σ. μοι φαίνεται Pl.R. 445c.    2 peak, height, of Cithaeron, Simon.130; of Athos, S.Fr.237 (anap.); Ἰλιὰς σ., of the Trojan acropolis, E.Hec.931 (lyr.), cf. Ph.233 (lyr.), Ar.Nu.281 (lyr.), etc.; Θάσου σκοπιαί JHS29.93: metaph., Pi.N.9.47:—σκοπιαί personified as women (Oreads), Philostr.Im.2.4.    II look-out, watch, σκοπιὴν ἔχειν to keep watch, Od.8.302; οὔ κῃ πρόσω σ. ἔχοντες τούτων Hdt.5.13; κρυπταὶ σ. X.Eq.Mag.4.10; σκοπιὴν φυλάσσειν Arat.883.

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, ion. σκοπιή, 1) ein Ort, von dem man weit umherschauen, spähen kann (σκοπέω), ein hoch, frei gelegener Ort, eine Warte; ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν νέφος, Il. 4, 275; ἥμενος ἐν σκοπιῇ, 5, 771; τὸν δ' ἄρ' ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε σκοπός, Od. 4, 524; σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν ἀνελθών, 10, 97. 148, wie ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, 14, 261. Auch ein Wachtthurm, Her. 2, 15; σκοπιᾶς ἐφάψασθαι ποδοῖν, Pind. N. 9, 47, die hohe Warte erreichen; Soph. nannte den Athos Θρῇσσαν σκοπιὰν Ζηνὸς Ἀθῴου, frg. 229; τὰν Ἰλιάδος σκοπιὰν πέρσαντες, Eur. Hec. 931; οὔρειαι σκοπιαὶ θεῶν, Phoen. 240, u. öfter; τηλεφανής, Ar. Nubb. 282; ὥςπερ ἀπὸ σκοπιᾶς, Plat. Rep. IV, 445 c. – 2) das Umherspähen, Wachehalten; σκοπιὴν ἔχειν, = σκοπιάζειν, Od. 8, 302; Her. 5, 13; die Beobachtung, Arat. 833.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιά: Ἰων. -ιή, ἡ, (σκοπός, σκοπέω) τόπος ὑψηλὸς ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ παρατηρῇ ἢ φυλάττῃ ἢ κατσκοπεύῃ, παρ’ Ὁμήρ. αείποτε σημαίνει κορυφὴν ὄρους, σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Ὀδ. Κ. 97· ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Ἰλ. Δ. 275, Ὀδ. Δ. 524· ἥμενος ἐν σκοπιῇ Ἰλ. Ε. 771· ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, νὰ ἀπέλθῃ ἕκαστος εἰς τὴν θέσιν του ὅπως φυλάττῃ, Ὀδ. Ξ. 261· ἄγγελος … ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκ. Θέογν. 550· ἐπὶ τοῦ Κιθαιρῶνος, Σιμωνίδ. 130· ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Σοφ. Ἀποσπ. 229· Ἰλιὰς σκ., ἐπὶ τῆς Τρωϊκῆς ἀκροπόλεως, Εὐρ. Ἑκ. 931, πρβλ. Φοιν. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 281, κτλ. καὶ ἴδε σκόπελος. 2) μεταφορ. τὸ ὕψος ἢ τὸ ὕψιστον σημεῖον παντὸς πράγματος, Πινδ. Ν. 9.112.
3) παρὰ πεζογράφοις ἁπλῶς, πύργος ἐν ᾧ ἀγρυπνοῦσι φύλακες, Λατ. specula, Ἡρόδ. 2. 15· ὥσπερ ἀπὸ σκ. μοι φαίνεται Πλάτ. Πολ. 445C. ΙΙ. φυλακή, προσοχή, ἀγρυπνία, σκοπιὴν ἔχειν, φυλάττειν, ἀγρυπνεῖν, Ὀδ. Θ. 302· οὔ κῃ … σκ. ἔχοντες τούτων Ἡρόδ. 5. 13· κρυπταὶ σκ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 10, πρβλ. Ἄρατ. 883. ΙΙΙ. σκοπιαί, αἱ, = Ὀρειάδες, Welcker παρ’ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σελ. 421. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀκρώρειαι. ὑψηλοὶ τόποι».

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. lieu d’où l’on observe, particul. :
1 sommet d’une montagne;
2 tour d’observation;
II. action d’observer, d’épier : σκοπιὴν (ion.) ἔχειν OD être en observation.
Étymologie: σκοπός.

English (Slater)

σκοπῐά
   1 peak οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (N. 9.47) καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ] αις ὀρέων ὕπερ ἔστα fr. 51a. 3.

English (Slater)

σκοπῐά
   1 peak οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (N. 9.47) καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ] αις ὀρέων ὕπερ ἔστα fr. 51a. 3.