Αἰγαῖος
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
α, ον, Aegaean,
A πέλαγος A.Ag.659; ὄρος Αἰ. mount Ida in Crete, Hes.Th.484:—title of Poseidon, Pherecyd.115. II Αἰγαῖος (sc. πόντος), ὁ, the Aegaean, Pl.Eleg.9.1, Arist.Mete.354a14, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰγαῖος: -α, -ον, πέλαγος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 659· ὄρος Αἰγ., τὸ ὄρος Ἴδη, Ἡσ. Θ. 484· ἰδὲ Gaisf. ἐν τόπῳ. ΙΙ. Αἰγαῖος (δηλ. πόντος), ὁ, τὸ Αἰγαῖον, Πλάτ. ὁ Ἐλεγειογρ. 9. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’Æges, Égée : Αἰγαῖος πόντος, ou ὁ Αἰγαῖος ; Αἰγαῖον πέλαγος, ou τὸ Αἰγαῖον la mer Égée.
Étymologie: Αἰγαί.