ἀλέκτωρ
English (LSJ)
(A), [ᾰ], ορος, ὁ, poet. form of ἀλεκτρυών,
A cock, ἕως ἐβόησεν ἀ. Batr.192, cf. Pi.O.12.14, Simon.80 B, A.Ag.1671, Eu.861, Herod.4.12, etc.; later Prose, Arist.Fr.347, PTeb.140 (i B. C.)LXX Pr.24.66 (30.31), Ev.Matt.26.34,al., IG3.77: metaph., of a trumpeter, κοινὸς Ἀθηναίων ἀ. Demad.Fr.4; of a flute, Ion Trag.39. 2 ἀλέκτορος λόφος yellow rattle, Rhinanthusmajor, Plin.HN27.40. II husband, consort, Tz.ad Lyc.1094, and so perh. in B.4.8, S.Fr.851. (Perh., like ἀκοίτης, ἄλοχος, from ἀ- copul., λέκτρον).
ἀλέκτωρ (B), ορος, ἡ, (ἀ- priv., λέγω)
A = ἄλεκτρος, Ath.3.08b.
German (Pape)
[Seite 92] ορος, ὁ, Hahn, ältere poet. Form (von ἄλεκτρος, der schlaflose oder schlaflos machende), Pind. O. 12, 14; Aesch. Ag. 1656; Cratin. Ath. IX, 374 d; nach IV, 183 f nennt Ion so auch αὐλός; sp. D. 1) = ἄλεκτρος, unvermählt, Ἀθηνᾶ Athen. III, 98 b. – 2) = ἄλοχος, Gemahl, Soph. frg. 730.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέκτωρ: [ᾰ] (Α), ορος, ὁ, ποιητ. τύπος τοῦ ἀλεκτρυών, πετεινός, ἕως ἐβόησεν ἀλ., Βατραχομ. 192· πρβλ. Πινδ. Ο. 12. 20, Σιμων. 81, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1671, Εὐμ. 861· ὡσαύτ. παρὰ μεταγεν. πεζ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, Συλλ. Ἐπιγρ. 523, 27. ΙΙ. ἀνήρ, σύζυγος, Τζέτζ. Λυκ. 1094 καὶ οὕτως ἴσως ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 730 (ἴσως ὡς τὸ ἀκοίτης, ἄλοχος, ἐκ τοῦ α ἀθροιστ. καὶ λέκτρον).
French (Bailly abrégé)
1ορος (ὁ) :
coq.
Étymologie: ἀλέξω.
English (Slater)
ᾰλέκτωρ
1 cock, esp. fighting cock, emblem of Himera τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14)