θέλω

From LSJ
Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλω Medium diacritics: θέλω Low diacritics: θέλω Capitals: ΘΕΛΩ
Transliteration A: thélō Transliteration B: thelō Transliteration C: thelo Beta Code: qe/lw

English (LSJ)

   A v. ἐθέλω and add ὅστις ἂν θέλῃ IG12.49.12; ἐὰν δέ τις θέλῃ ib.6.106; ἐάν τις μὴ θέλῃ ib.40.27.

German (Pape)

[Seite 1193] s. ἐθέλω.

Greek (Liddell-Scott)

θέλω: μέλλ. θελήσω, συντετμημένος τύπος τοῦ ἐθέλω, ὅπερ ἴδε ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

v. ἐθέλω.

English (Slater)

θέλω (cf. ἐθέλω. θέλοντι; θέλοι; θέλων, -οντι, -οντες.)
   1 be ready to, wish c. inf. ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν (sc. Ζεύς) (O. 8.85) θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (P. 1.62) Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα (P. 10.5) “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν> (N. 10.84) Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ, ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28) ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (codd., def. van Leeuwen: θέλον nom., coni. Coppola: θέλει Wil.) (O. 2.97) part. abs., ready, willing, τὸ Καστόρειον θέλων ἄθρησον (P. 2.69) “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” (I. 6.43) ]θέλοντι δόμεν[ (Pae. 16.4)