βιοτεύω

From LSJ
Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοτεύω Medium diacritics: βιοτεύω Low diacritics: βιοτεύω Capitals: ΒΙΟΤΕΥΩ
Transliteration A: bioteúō Transliteration B: bioteuō Transliteration C: vioteyo Beta Code: bioteu/w

English (LSJ)

   A live, Pi.N. 4.6; ἀβίωτον χρόνον β. E.Alc.243 (lyr.); β. ἀκρατῶς Arist.EN1114a16; φαιδρῶς X. Cyr.4.6.6.    2 get food, αὐτόθεν πολεμοῦντα Th.1.11; live by or off a thing, ἀπὸ πολέμου X.Cyr.3.2.25; ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Arist. HA610a5.    3 reside, ἐς θάλασσαν Aret.CD1.2; ἐν χώρῃσι θερμῇσι ib.4.

German (Pape)

[Seite 445] leben, Pind. N. 4, 6 ῥῆμα ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει. So Plat. Phaedr. 252 d; Thuc. 1, 130; ἀπό τινος, sein Leben erhalten, von etwas leben, VLL. πορίζειν τὰ πρὸς τὸν βίον; Xen. Cyr. 3. 2, 25; αὐτόθεν Thuc. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

βιοτεύω: ζῶ, Πίνδ. Ν. 4. 11· ἀβίωτον χρόνον β. Εὐρ. Ἀλκ. 242· β. ἀκρατῶς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 14. 2) λαμβάνω τροφήν, πορίζομαι τὰ πρὸς τροφήν, αὐτόθεν Θουκ. 1. 11· ζῶ ἔκ τινος, ἀπὸ πολέμου Ξεν. Κύρ. 3. 2, 25· ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

1 (βιοτή) vivre : φαιδρῶς β. XÉN vivre d’une vie brillante ou fastueuse;
2 (βίοτος) se procurer ou avoir les moyens de vivre, vivre de (qch, de l’agriculture, etc.) : ἀπὸ πολέμου XÉN vivre de la guerre.

English (Slater)

βῐοτεύω
   1 live ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει (N. 4.6)