ἀβοατί
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ἀβό-ατος, Dor. for ἀβοητί, -ητος.
German (Pape)
[Seite 3] ungerufen, πείθεσθαι Pind. N. 8, 9. (Hes. ῥᾳδίως).
French (Bailly abrégé)
adv.
sans être appelé par des cris, qui vient spontanément.
Étymologie: dor. p. *ἀβοητί, de ἀβόητος.
English (Slater)
ᾰβοᾱτί
1 without needing to be called, unsummoned πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Tric: κἀβοατί codd: ἀμαχητί Σ paraphr.) (N. 8.9)
English (Slater)
ᾰβοᾱτί
1 without needing to be called, unsummoned πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Tric: κἀβοατί codd: ἀμαχητί Σ paraphr.) (N. 8.9)