ἀβοατί
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ἀβόατος, Dor. for ἀβοητί, -ητος.
Spanish (DGE)
(ἀβοᾱτί) • Alolema(s): ἀβοητί Anecd.Ludw.125.6, 131.6
adv. sin ser requerido Pi.N.8.9, Anecd.Ludw.ll.cc.
•de buena gana, con prontitud Hsch.
German (Pape)
[Seite 3] ungerufen, πείθεσθαι Pind. N. 8, 9. (Hes. ῥᾳδίως).
French (Bailly abrégé)
adv.
sans être appelé par des cris, qui vient spontanément.
Étymologie: dor. p. *ἀβοητί, de ἀβόητος.
English (Slater)
ᾰβοᾱτί without needing to be called, unsummoned πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (Tric: κἀβοατί codd: ἀμαχητί Σ paraphr.) (N. 8.9)
Greek Monotonic
ἀβοᾱτί: ἀβόατος, Δωρ. αντί ἀβοητί, ἀβόητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀβοᾱτί: adv. без зова (πείθεσθαι Pind.).