ἀμαχητί

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰχητί Medium diacritics: ἀμαχητί Low diacritics: αμαχητί Capitals: ΑΜΑΧΗΤΙ
Transliteration A: amachētí Transliteration B: amachēti Transliteration C: amachiti Beta Code: a)maxhti/

English (LSJ)

Adv. of ἀμάχητος, without battle, without stroke of sword, Il.21.437, Hdt.1.174 (freq. written -τεί in codd., X.Cyr.4.2.28, etc.).

Spanish (DGE)

(ἀμᾰχητί)
adv. sin lucha, sin resistencia ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε Il.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.Cyr.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.BI 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.AI 8.260.

German (Pape)

[Seite 117] dasselbe, Hom. einmal, Il. 21, 437; Her 1, 174 u. öfter; Xen. An. 4, 2, 15 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἀμαχεί.
Étymologie: ἀμάχητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰχητί: Hom., Hes. etc. = ἀμαχεί.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰχητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., = ἄνευ μάχης, ἄνευ τῆς χρήσεως ὅπλου, Ἰλ. Φ. 437, Ἡρόδ. 1. 174: ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 28, Ἁν. 4. 2, 15‧ τὰ χειρόγραφα κυμαίνονται μεταξὺ τοῦ ἀμαχητὶ καὶ -τεί, πρβλ. Βλωφμ. Αἰσχύλ. Πρ. 216.

English (Autenrieth)

without contest, Il. 21.437†.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) ἀμάχητος
δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας
νεοελλ.
δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση.

Greek Monotonic

ἀμᾰχητί: επίρρ. του επόμ., χωρίς μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

[adverb of ἀμάχητος
without battle, Il., Hdt.