ἀποσκίμπτω
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A = ἀποσκήπτω.—Pass., δνο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι it is good to have two anchors fastened to the ship, Pi. O.6.101.
German (Pape)
[Seite 325] = ἀποσκήπτω, Pind. Ol. 6, 101 δύο ἄγκυραι ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκίμπτω: μέλλ. -ψω, = ἀποσκήπτω: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, εἶναι καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172.
English (Slater)
ἀποσκίμπτω
1 throw down ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)
English (Slater)
ἀποσκίμπτω
1 throw down ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)