ἰοπλόκαμος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ον,
A with dark locks, Μοῖσαι Pi.P.1.1,cf. Simon.18.
German (Pape)
[Seite 1256] veilchen-, d. i. dunkellockig, Μοῖσα Pind. P. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μέλανας πλοκάμους, ἰοπλοκάμων Μοισᾶν Πινδ. Π. 1. 2, Σιμωνίδ. 21.
English (Slater)
ῐοπλόκᾰμος, -ον
1 with violet hair ἰοπλοκάμων Μοισᾶν (P. 1.1)
English (Slater)
ῐοπλόκᾰμος, -ον
1 with violet hair ἰοπλοκάμων Μοισᾶν (P. 1.1)