οἰοπόλος

From LSJ
Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοπόλος Medium diacritics: οἰοπόλος Low diacritics: οιοπόλος Capitals: ΟΙΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oiopólos Transliteration B: oiopolos Transliteration C: oiopolos Beta Code: oi)opo/los

English (LSJ)

ον, (οἶος, πέλομαι) of places,

   A lonely, ὄρεα Od.11.574 ; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377 ; of persons, solitary, unaccompanied, δαίμων Pi.P.4.28.    II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep, Ἄρτεμις Id.Dith.2.19 ; Ἑρμῆς h.Merc.314 ; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309 ; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413 ; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)

Greek (Liddell-Scott)

οἰοπόλος: -ον, (οἶς, πολέω) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· χῶρος, σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· ἐντεῦθεν ἴσως προκύπτει ἡ σημασία μόνος, ἐρημικός, ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει οἰοπόλος δαίμων, μόνος, μονήρης, Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, Ἑρμῆς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· Ἀπόλλων Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui fait paître des brebis.
Étymologie: οἶς, πέλομαι.
2ος, ον :
solitaire, désert.
Étymologie: οἶος, πέλομαι.

English (Autenrieth)

(πέλομαι): lonely.