φαρμακόω

From LSJ
Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκόω Medium diacritics: φαρμακόω Low diacritics: φαρμακόω Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΩ
Transliteration A: pharmakóō Transliteration B: pharmakoō Transliteration C: farmakoo Beta Code: farmako/w

English (LSJ)

   A medicate, φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν having endued them with healing power against pains, Pi.P.4.221.    II in Pass., to be poisoned, μελίκρατον πεφαρμακωμένον Plu.2.768d; of an arrow, Dsc.Eup.2.144 (v. l.).    2 to be bewitched, POxy.1477.20 (iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1257] = φαρμάσσω, φαρμακεύω, vergiften; aber ἐλαίῳ φαρμακώσαισα ἀντίτομα ist = mit Oel heilkräftig mischend, Pind. P. 4, 221; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκόω: ἀναμιγνύω μετὰ φαρμάκου, σὺν δ’ ἐλαίῳ φαρμακώσαισ’ ἀντίτομα ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι, μίξασα μετ’ ἐλαίου ἀλεξιφάρμακα ὀδυνῶν ἔδωκεν ἡ Μήδεια τῷ Ἰάσονι χρίεσθαι, Πινδ. Π. 4. 393· πεφαρμακωμένον μελίκρατον Πλούτ. 768C. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐμβάπτομαι εἰς δηλητήριον, τοὺς τρωθέντας ὑπὸ βέλους φαρμακωθέντος Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 140. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, μὴ φαρμακωθεὶς ἀποθάνῃ Μοσχόπ. π. Σχεδῶν ἐν λέξ. ἐξενεγκεῖν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
empoisonner.
Étymologie: φάρμακον.