ἀγρυπνέω

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρυπνέω Medium diacritics: ἀγρυπνέω Low diacritics: αγρυπνέω Capitals: ΑΓΡΥΠΝΕΩ
Transliteration A: agrypnéō Transliteration B: agrypneō Transliteration C: agrypneo Beta Code: a)grupne/w

English (LSJ)

pf.

   A ἠγρύπνηκα Hp.Prog.2:—lie awake, pass sleepless nights, Thgn.471, Hp.l.c., Pl.Lg.695a, etc.; opp. καθεύδω, X.Cyr. 8.3.42; ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα to pass a sleepless night, Id.HG7.2.19, Men.113; οἱ -οῦντες sufferers from insomnia, Dsc.4.64.    2 metaph., to be watchful, LXX Wi.6.15, Ev.Marc.13.33, Ep.Eph.6.18; ὑπὲρ τῶν ψυχῶν Ep.Heb.13.17; ἐπὶ τὰ κακά LXX Da.9.14: c. inf., μηθέν σε ἐνοχλήσειν PGrenf.2.14a3.    3 c.acc., lie awake and think of, τινά PMag.Par.1.2966.

German (Pape)

[Seite 24] (-νος), schlaflos sein, wachen, Plat. Legg. III, 695 a; dem καθεύδειν entgegengesetzt Xen. Cyr. 8, 3, 42; τὴν νύκτα Hell. 7, 2, 19; τὴν νύκτα ἠγρυπνήκαμεν Men. Ath. IV, 172 at Plut. Them. 3, der Alex. virt. II, 4 auch τοῖς καιροῖς ἀγρ. sagt, aufmerksam sein auf; auch εἴς τι, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρυπνέω: εἶμαι ἄγρυπνος, διαμένω ἔξυπνος, Θέογν. 471, Ἱππ. Προγν. 37, Πλάτ., καὶ ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ καθεύδω, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 42· ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα, διέρχομαι ἄϋπνος τὴν νύκτα, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 2, 19, Μένανδρ. ἐν «Δημιουργῷ». 1. Πρβλ. Ἄδηλ. 40: - ὑποφέρω ἐξ ἀϋπνίας, Διοσκορ. 4. 65. 2) μεταφ., μένω ἄγρυπνος, φυλάττω, προσέχω. Ἑβδ. (Σοφ. Σ. ϛ΄ 15), Εὐαγ. Μάρκ. ιγ΄, 33, Ἐφες. ϛ΄, 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀγρυπνήσω, ao. ἠγρύπνησα, pf. ἠγρύπνηκα;
1 être éveillé, veiller;
2 SEPT se réveiller.
Étymologie: ἄγρυπνος.