ἀδιάστατος
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ον,
A continuous, Antipho Soph.24; ἀγάπησις Andronic.Rhod. p.513M. Adv. -τως without intermission, Ph.1.342,501, etc. b without distinctions or intervals, Plot.3.7.2, Dam.Pr.105,370. 2 Gramm. of ι in diphthongs, inseparable, not forming a distinct syllable, A.D.Pron.86.21. Adv. -τως, σύλληψις συμφώνων μετὰ φωνηέντος . . ἀ. λεγομένη Sch.D.T.p.48H. II without extension or dimension, Plu.2.601c, Plot.1.5.7, Alex.Aphr.in Top.31.18. Adv. -τως Procl.in Prm.p.543 S., Inst.176.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάστᾰτος: -ον, ὁ ἄνευ διαλειμμάτων, συνεχής, Ἀντιφῶν παρὰ Σουΐδ., Κύριλλ.: - Ἐπίρρ. τως, ἄνευ διακοπῆς, ἀδιακόπως, Φίλ. 1. 342, 501, κτλ. 2) ἄνευ διαφορᾶς: - Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαφιλονεικήτως, Εὐστ. Πονημ. 228. 50, κτλ. II. (διίστημι) ὁ ἄνευ διαστάσεων, Πλούτ. 2. 601C, 926B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans dimensions.
Étymologie: ἀ, διΐστημι.