ἄδουλος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον,
A unattended by slaves, ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593: c. gen., τῶν τοιούτων ἄδουλος unattended by... Ael.N A6.10. 2 having no slaves, too poor to keep a slave, Phryn.Com.18, Plu.2.831b. II impatient of slavery, ἀδουλότερος τῶν λεόντων Ph.2.451.
German (Pape)
[Seite 37] ohne Sklaven, δώματα Eur. Andr. 593; βίος Phryn. com. B. A. 344, vgl. 25; so arm, daß man keinen Sklaven halten kann, Plut. neben ἀνέστιος, ἄοικος, de vit. aer. al. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδουλος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετούμενος ἢ μὴ φυλαττόμενος ὑπὸ δούλων· ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 593· μετὰ γεν., τῶν τοιούτων ἄδουλος = μὴ ὑπηρετούμενος ὑπὸ..., Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 10. 2) ὁ μὴ ἔχων δούλους, πένης, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, πρβλ. Ruhnk Vell. Paterc. 2. 19, 4. Madvig Advers 1. 580· ΙΙ. ὁ μὴ ἀνεχόμενος δουλείαν, ἀδουλότερος τῶν λεόντων, Φίλων 2. 451.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne possède pas d’esclaves.
Étymologie: ἀ, δοῦλος.