ἀθυμέω

From LSJ
Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῡμέω Medium diacritics: ἀθυμέω Low diacritics: αθυμέω Capitals: ΑΘΥΜΕΩ
Transliteration A: athyméō Transliteration B: athymeō Transliteration C: athymeo Beta Code: a)qume/w

English (LSJ)

   A to be disheartened, despond, ἐς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς A.Pr. 474; οἴμ' ὡς ἀθυμῶ S.Aj.587; ἀ τινι. at or for a thing, Id.El.769, etc.; ἐπί τινι Isoc.4.3; εἴς τι Pl.Sph.264b; πρὸς τὴν παροῦσαν ὄψιν Th.2.88; τὴν τελευτήν Id.5.91; τοῦτο, ὡς . . X.Oec.8.21; ἕνεκά τινος Id.An.5.4.19:—to be sore afraid lest, ἀθυμῶ δ' εἰ φανήσομαι S.Tr.666; δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ Id.OT747.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῡμέω: μέλλ. -ήσω = ἀθύμως ἔχω, κατέχομαι ὑπὸ ἀθυμίας· ἐς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς, Αἰσχύλ. Πρ. 474· οἴμ’ ὡς ἀθυμῶ, Σοφ. Αἴ. 587· ἀθ. τινι = διά τι, πρός τι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 769, κτλ., ἐπί τινι, Ἰσοκρ. 41Β: εἴς τι, Πλάτ. Σοφ. 264Β· πρός τι, Θουκ. 2. 88· τι, ὁ αὐτ. 5. 91· ἕνεκά τινος, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 19: ― ὡσαύτως καὶ ἑπομένης ἀναφορικῆς λέξεως, = εἶμαι σφόδρα πεφοβημένος· ἀθυμῶ δ’ εἰ φανήσομαι, Σοφ. Τρ. 666· δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 747.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être découragé, préoccupé, inquiet : τινι, τι de qch ; ἀθ. εἰ SOPH craindre de ; ἐκεῖνο ἀθυμῶ ὅτι XÉN je crains que ; ἀθυμεῖν μή SOPH craindre que.
Étymologie: ἄθυμος.