αἴθαλος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ὁ,
A smoky flame, thick smoke, Hp.Mul.1.91 (as v.l. for αἰθάλη), E.Hec.911 (lyr.), Semus 20, Lyc.55, etc. 2 grape grown in Egypt, Plin.HN 14.74. II as Adj., αἴθαλος, ον, = αἰθαλόεις 11.2, Nic. Th.659.
Greek (Liddell-Scott)
αἴθᾰλος: ὁ, ὡς τὸ λιγνὺς = φλὸξ καπνίζουσα, ὁ πυκνὸς καπνὸς τοῦ πυρός, καπνιά, Ἱππ. 634, 23. Εὐρ. Ἑκ. 911· ὡσαύτως αἰθάλη. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. αἴθαλος, ον, = αἰθαλόεις, ΙΙ. 2, Νικ. Θ. 659.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
étincelle enflammée ; cendre fine, suie.
Étymologie: αἴθω.