ἄναυλος
English (LSJ)
(A), ον,
A without the flute, κῶμος -ότατος a procession unaccompanied by flutes, i.e. joyless, E.Ph.791; ἔρωτες Plu.2.406a: neut. pl. as Adv., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr.9.9; θύειν Plu.2.277f. 2 unmusical, μέλη βοῶν ἄναυλα (as Bgk. for ἄναυδα) S.Fr.699. II unskilled in flute-playing, Luc.Halc.7.
ἄναυλος (B), ον, (αὐλίον)
A weary of its stall, χοῖρος dub. in Herod. 8.7.
German (Pape)
[Seite 212] 1) ohne Flötenspiel, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr. 9, 9; dah. freudlos, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις Eur. Phoen. 801, Schol. κακομουσοτάτην, vom Ares; θυσίαι Plut. aud. poet. 2, wie ἄναυλα θύειν qu. Rom. 55. – 2) des Flötenspiels unkundig, Luc. Halc. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναυλος: -ον, ἄνευ αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, οὐδαμῶς βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, ἄνευ αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) ἄμουσος, μέλη βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 sans accompagnement de flûte ; adv. • ἄναυλα m. sign.
2 qui ne sait pas jouer de la flûte.
Étymologie: ἀ, αὐλός.