ἀντικάτημαι
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.
German (Pape)
[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀντικάθημαι.