διαλανθάνω

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλανθάνω Medium diacritics: διαλανθάνω Low diacritics: διαλανθάνω Capitals: ΔΙΑΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: dialanthánō Transliteration B: dialanthanō Transliteration C: dialanthano Beta Code: dialanqa/nw

English (LSJ)

fut.

   A -λήσω Isoc.3.16, and as v.l. in Hp.Acut.(Sp.). 21 -λήσομαι: aor. διέλαθον: pf. διαλέληθα Pl.Euthd.278a:—escape notice, with part., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isoc.l.c.; but also διαλαθὼν ἐσέρχεται Th.3.25: c. acc. pers., escape the notice of, θεούς X.Mem.1.4.19; σὲ τοῦτο διαλέληθε Pl.l.c., Isoc.1.44; ὁ διαλεληθὼς (sc. λόγος), a fallacy, Chrysipp.Stoic.2.8.    II abscond, BGU1187.23 (i B. C.), PSI4.285.11 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 586] (s. λανθάνω), ganz verborgen sein; Isocr. 11. 25; τινά, vor Jemandem, ihm entgehen, σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. Euthyd. 278 a; Legg. III, 677 d: Isocr. 1, 44; Xen. Mem. 1, 4, 19 u. Sp., wie Plut. Thes. 23; – c. partic., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. 3, 16; 4, 84; u. umgekehrt, διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. 3, 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαλανθάνω: μέλλ. -λησω, καὶ παρ’ Ἱππ. 399 -λήσομαι, ἀόρ. διέλᾰθον· -- διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, μετὰ μετοχ., διαλήσει χρηστὸς ὢν Ἰσοκρ. 29 ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, διαλαθὼν εἰσέρχεται Θουκ. 3. 25· μετ’ αἰτιατ. προς., διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 19· σὲ τοῦτο διαλέληθε Πλάτ. Εὐθυδ. 278Α.

French (Bailly abrégé)

f. διαλήσω, ao.2 διέλαθον, etc.
demeurer caché, être ignoré : διαλανθάνειν θεούς XÉN être ignoré des dieux, échapper à la connaissance des dieux ; διαλήσει χρηστὸς ὤν ISOCR on ignorera qu’il est homme de bien ; διαλαθὼν εἰσέρχεται THC il entre sans avoir été remarqué.
Étymologie: διά, λανθάνω.